- διάτανος
- ο дьявол
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάτανος — και διάοτσος και διάσκατζος, ο (σε ηπιότερη έκφραση) διάβολος, σατανάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διάτανος από συμφυρμό τών διάβολος και σατανάς] … Dictionary of Greek
διάτανος — ο ο διάβολος σε πιο ήπια έκφραση: Στο διάτανο! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατανοσύνη — διατανοσύνη, η [διάτανος] η ιδιότητα τού διαβόλου, σατανικότητα … Dictionary of Greek